- ἀμβλώθριον
- ἀμβλώθριονabortive childneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμβλώθριον — ἀμβλώθριον, το (Μ) [ἀμβλῶ] το αμβλωθρίδιον (βλ. αμβλωθρίδιος) … Dictionary of Greek
αμβλώ — ἀμβλῶ ( όω) (Α) ἀμβλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ρ. ἀμβλίσκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος μσν. ἀμβλώθριον] … Dictionary of Greek